μπονάτσα

μπονάτσα
μπονάτσα, η μπουνάτσα (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπονάτσα — η βλ. μπουνάτσα …   Dictionary of Greek

  • μπουνάτσα — και μπονάτσα, η νηνεμία, άπνοια, γαλήνη, ιδίως τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bonazza «καλοσύνη»] …   Dictionary of Greek

  • μπουνάτσα — μπουνάτσα, η και μπονάτσα, η (λ. ιταλ.), γαλήνη της θάλασσας, νηνεμία: Βγήκαμε για βαρκάδα με μπουνάτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”